ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟ
Μπροστά στη ζωγραφική του Σουλιώτη είναι, ακόμη μια φορά, φανερό ότι οι κώδικες που ρυθμίζουν την επικοινωνία μας έρχονται από μακριά. Κώδικες που χάνονται, ξεχνιούνται, ξανάρχονται. Πρόκειται για επανάληψη ή για αυτόματη γένεση; Κάθε φορά μοιάζουν να διαγράφουν όσα προηγήθηκαν. θανάτωση συμβολική, υπογράμμιση μιας ανταρσίας, μιας επανάστασης ... O ορισμός δεν επείγει, εκείνο που προέχει είναι η διαπίστωση.
Ξέρουμε ότι πρόκειται για υπόθεση σύγχρονη, του δικού μας κόσμου. Ta αντικρουόμενα σημάδια είναι εδώ για va μαρτυρήσουν την σύνθετη προέλευση. Μπορούμε va διαλέξουμε οποιοδήποτε σημείο εκκίνησης με την σχεδόν βεβαιότητα ότι δεν Θα μας πάει πουθενά αλλού παρά στο παρόν. 'Έρχεται στο νου η Γκουέρνικα, επεισόδιο δισυπόστατο, ιστορικό γεγονός και πίνακας ζωγραφικής συγχρόνως. Από κει και πέρα, η αγωνία -παρ'' όλο που συνυπήρχε τότε ακόμη με τη χαρά της ζωής σε μια συμβίωση σχετικά άνετη- στρατεύεται και γίνεται διαμαρτυρία μπροστά στις διαφαινόμενες θεομηνίες. Μέχρι σήμερα διανύει χιλιάδες και χιλιάδες χιλιόμετρα γης ρημαγμένης από την Ιστορία. Τώρα δεν είναι πια o φόβος μιας συεγκεκριμένης καταστροφής που απειλεί κάθε ατομική μοίρα αλλά η ίδια η έννοια της ανθρώπινης μοίρας βυθίζεται στην υποψία της ανυπαρξίας της. Αίσθημα απαίσιο, καλύφθηκε ως ένα σημείο από την ξεχαλίνωτη κατανάλωση μιας κουλτούρας prête à porter που υπήρξε o κλήρος των δικών μας παχειών αγελάδων, ένα εσκεμμένο διάλειμμα αμνησίας. Na επιχειρήσεις να πεις ήταν κακόγουστο, ήταν αρκετό να καλλιεργείς την υπογραφή σου. Παιχνίδι που έφραξε τις διόδους επικοινωνίας ανάμεσα στις διάφορες μορφές έκφρασης με αποτέλεσμα κάθε τομέας να επιτύχει την απόλυτη αυτονομία της ιδιαίτερής του αδιαφάνειας. Εδώ και τουλάχιστον τριάντα χρόνια η γλώσσα της τεχνοκριτικής είναι ανεξιχνίαστη, γραφή κρυπτογραφημένη που απευθύνεται στη μόδα στην οποία "κλείνει το μάτι". Λειτουργεί πιο πολύ σαν κώδικας αμοιβαίας αναγνώρισης μεταξύ μελών μιας αρχαϊκής φυλής παρά ως συμβολή σε μια διαδικασία διάρθρωσης και αποδιάρθρωσης του βλέμματος που αποτελεί την ουσία της τέχνης. Αν και δειλά ακόμη, αρχίζουμε va βγαίνουμε από αυτόν τον κλοιό.
To αίσθημα μιας ανύπαρκτης μοίρας, αν και νοθευμένο από την αισθητική της αγοράς, υπήρξε οπωσδήποτε o κλήρος μιας νεότερης γενιάς που αν δεν έζησε τον πόλεμο παρά έξω από τα σύνορά της και αν δεν απειλείται από "εθνοκάθαρση" είναι το ιδεώδες Θύμα του σύγχρονου ευγονισμού μιας κοινωνίας όσου η μοίρα των ανθρώπων συμπίπτει με τα μεγέθη της στατιστικής. Αλλά η ανακωχή έληξε. Αφ'' ης στιγμής αυτή η πραγματικότητα έχει διαπιστωθεί, η εικόνα αποσυντίθεται όχι πια μέσα στην αφαίρεση αλλά στην παραμόρφωση ενός χαμένου ιδεώδους, ένα ιδεώδες προαιώνιο αλλά που δεν πείθει πια. Η ζωή δεν είναι πια παρά το αρνητικό από το οποίο τυπώνουμε την καινούργια εικόνα του όντος. Οι ανθρώπινες μορφές του Σουλιώτη μας παρατηρούν και την ίδια στιγμή παρατηρούν τον εαυτό τους. Δεν μιλάνε, αναρωτιούνται. H αποδιάρθρωση της μορφής τοποθετεί για άλλη μια φορά το "ανθρώπινο" στο κέντρο του σύμπαντος. Πάνω στο σταυρό ή πάνω στο ερωτικό κρεβάτι , η υπέρβαση της ανθρώπινης υπόστασης που κατευθύνει τις. πράξεις και τα πεπρωμένα της ανθρωπότητας μοιάζει να χάνεται στον χλευασμό και την οδύνη. Αυτό που τυραννιέται δεν είναι το σώμα, κανένα βίαιο επεισόδιο αυτή τη φορά, για την ώρα τουλάχιστον, το βασανιστήριο είναι ηθικό και βιώνεται χωρίς σχόλια. Ακόμη και το τοπίο υφίσταται την παραμόρφωση, γίνεται στρώμα από πεσμένα φύλλα, διακοσμητικό μοτίβο, ή σωρός από υλικά ακαθόριστα, κουρελλόπανα που επιστρέφουν στην φυτική τους καταγωγή για va σαπίσουν απαλλαγμένα από την υπερηφάνεια της ύπαρξης.
Πώς να μιλήσει κανείς για έναν ζωγράφο, αν δεν επιχειρήσει va αποκρυπτογραφήσει την ιστορία που ο ίδιος αρνείται να πει με λόγια;
Ιστορία πέρα απ' ότι μπορεί va ειπωθεί; Αν o πίνακας δεν Θέλει va την διηγηθεί, αποκρυπτογραφείται διαμέσού των αισθητικών επιλογών
που διαμόρφωσαν την εικόνα.
Σ' ένα τοπίο από κορμούς δέντρων χωρίς ζωή, ένας άντρας κρατάει ένα κερί. Τίτλος "Idiot prayer".
Αυτό που αναπαρίσταται καταλύεται αμέσως, άντρας, κερί και νεκρό δάσος δεν είναι παρά μεταγραφή μιας συλλογικής μοίρας.
To σύμβολο δεν βρίσκεται στη φιγούρα αλλά σ' αυτό που αδυνατούμε va πούμε.
Δεν είναι παρά ένα παράδειγμα και o τίτλος παίρνει εδώ τη σημασία του ως άρνηση αυτού που παριστάνεται.
'Εύας άλλος πίνακας έχει τίτλο "Νύχτα στον Κολωνό". Αναφορά στον Οιδίποδα και τον Σοφοκλή; Διόλού, το όνομα μιας συνοικίας χτυπημένης από την "επικαιρότητα", της αθλιότητας (αθλιότητα του δικού μας κόσμού, ναρκωτικά, εγκατάλειψη, ναυάγιο). Γυναικεία μορφή μέσα σ' ένα πλαίσιο: ξεπηδάει από τους εφιάλτες των στρατοπέδων συγκεντρώσεως. Χαρακτηριστικά σχεδόν ανδρικά, Θηλυκότητα νεκρή, στήθη μαραμένα. "Και πάλι εσύ, σκύλα, με τον έρωτα σου για το φως!" μοιάζει va σαρκάζει o ζωγράφος. O έρωτας δεν είναι πια παρά ρυπασμένο κατάλοιπο. H γυναίκα η καρικατούρα ενός συμβόλου, το πραγματικό Θέμα μετατοπίζεται στον διάκοσμο. Φαγωμένοι τοίχοι, σκουριασμένα κάγκελα, λεπροί σοβάδες, ηλεκτρικά καλώδια. H σύνθεση στηρίζεται στην "σημασιολογία" της νεκρωμένης ύλης και η κάποτε ζωή γίνεται έμμονη ιδέα: Μνήμη της ζωής διαμέσού των νεκρωμένων ιστών. Και πάλι η μοίρα ή η απουσία της. Αυτό πού σώζει, είναι οι λεπτές αποχρώσεις, ροζ και μαύρο, που αντέχούν από μόνες τους, παρά την Θεομηνία. 'Ύστατο καταφύγιο του καλλιτέχνη στην τέχνη του; Επιστροφή στην αισθητική; 'Ίσως απλώς, το τελευταίο οχυρό της υπερηφάνειας του ανθρώπού πού χειρίζεται το πινελο. Μέσα στο έρημο παραλληλεπίπεδο ενός δωματίού, ένα γυμνό σώμα, ιδωμένο πλάτη και μια καρέκλα. O φωτισμός πέφτει πάνω σ' αυτήν την καρέκλα όπού είναι ακουμπισμένα τα κουρέλια πού προστάτεύαν τον άνθρωπο. Τίποτα δεν τον προστατεύει πια, η ίδια η φιγούρα του είναι στη σκιά, την κατάντια του την φανερώνούν τα ριγμένα στην καρέκλα ρούχα του.
Αλλού, ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο πίσω από ένα δέντρο. H σάρκα του είναι από την ίδια ύλη με τον κορμό του δένδρού, δένδρο πού τα φύλλα του δεν ζουν παρά σαν αντανάκλαση του φωτός. 'Όλα είναι ψευδαίσθηση. H πραγματικότητα εξαρτάται από τη δύναμη της πινελιάς του ζωγράφού που μεταμορφώνει το εικονιζόμενο αντικείμενο σε κάτι άλλο πού ξεπερνάει το ίδιο το αντικείμενο. Υπέρβαση πού μισανοίγει και πάλι την πόρτα του "ανθρώπινού". Κοσμογονία απ' την ανάποδη, πρόκειται, για μια φορά ακόμη, για τον κόσμο του Ιερωνύμου Μπος, του Γκόγια ή του Φράνσις Μπέικον, κόσμο των ορφανεμένων γενεών που κανείς δεν μπορεί va προβλέψει το μέλλον τους. Κάθε φορά προάγγελος μιας αναστάτωσης με άδηλη κατάληξη, αναστάτωση βιωμένη μέσα στο φόβο και την αναζήτηση μιας ελπίδας πού δεν τολμάμε να ονομάσούμε. 'Ήταν μοιραίο να επιστρέψουμε σ' όλ' αυτά, μιας και, για άλλη μια φορά, τέτοια είναι η πραγματικότητα μας.
Φραγκίσκος Σομμαρίπας